- ὀβριμόφωνος
- ὀβριμό-φωνος, mit gewaltiger Stimme
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
οβριμόφωνος — ὀβριμόφωνος, ον (Μ) αυτός που έχει δυνατή φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος «ισχυρός, δυνατός» + φωνος (< φωνή), πρβλ. ομό φωνος] … Dictionary of Greek